- κοπρανολογία
- ηβλ. κοπρολογία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
κοπρανολογικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοπρανολογία 2. φρ. «κοπρανολογική εξέταση» εξέταση τών κοπράνων για διαγνωστικούς σκοπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coprologic < copro (πρβλ. κόπρος), που αποδίδεται ως κοπρανο (<… … Dictionary of Greek